νιτρώδη

νιτρώδη
νιτρώδης
like
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
νιτρώδης
like
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
νιτρώδης
like
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νιτρώδη — Φάρμακα με κύρια ένδειξη χορηγήσεώς τους τη στηθάγχη. Προκαλούν χάλαση των μυϊκών ινών που περιβάλλουν τα αγγεία, επιφέροντας έτσι διαστολή των στεφανιαίων και βελτιώνοντας τη ροή του αίματος. Σχετική αντένδειξη αποτελούν το γλαύκωμα, οι… …   Dictionary of Greek

  • αζώτου, κύκλος του- — Ο κ. του α., ο πιο σύνθετος από τους βιογεωχημικούς κύκλους περιλαμβάνει όπως και οι υπόλοιποι κύκλοι, δύο δεξαμενές που επικοινωνούν μεταξύ τους: τη δεξαμενή αποθήκευσης στην οποία αποθηκεύεται το χημικό στοιχείο και τη δεξαμενή ανταλλαγής στην… …   Dictionary of Greek

  • νίτρωση — θεμελιώδης εργασία στην οργανική χημική βιομηχανία, η οποία συνίσταται στην εισαγωγή μιας νιτρομάδας ( NOj) σε αντικατάσταση ενός ατόμου οργανικού υδρογόνου. Η δραστικότητα κατά τη ν. ποικίλλει ανάλογα με τη φύση των ενώσεων· μερικές ουσίες, όπως …   Dictionary of Greek

  • νιτροποίηση — Μετατροπή της αμμωνίας σε νιτρικό οξύ, η οποία γίνεται στο έδαφος και στα λιμνάζοντα νερά, με τη δράση ορισμένων μικροοργανισμών. Η σημασία της ν. είναι τεράστια για την αποτελεσματική καλλιέργεια των εδαφών, γιατί επιτρέπει τη μεταβολή του… …   Dictionary of Greek

  • νιτρωδοβακτήριο — το συν. στον πληθ. τα νιτρωδοβακτήρια βιολ. αυτότροφα αζωτοβακτήρια που οξειδώνουν την αμμωνία σε νιτρώδη άλατα, όπως είναι το Nitrosomonas europea …   Dictionary of Greek

  • αγγειοδιασταλτικά — Φαρμακευτικές ουσίες που προκαλούν χαλάρωση στις λείες μυϊκές ίνες του τοιχώματος των αιμοφόρων αγγείων, με αποτέλεσμα να μεγαλώνει η διάμετρός τους. Διακρίνονται σε ομάδες ανάλογα με τον μηχανισμό δράσης τους. 1. Ουσίες που δρουν άμεσα στις… …   Dictionary of Greek

  • απονίτρωση — Χημική αντίδραση που συνίσταται στην απόσπαση των νιτρικών ομάδων από ένα μόριο με επακόλουθο τον σχηματισμό νιτρικού οξέος. Είναι μια πορεία αντιδράσεων που γίνεται συχνά στα νιτρικά παράγωγα της κυτταρίνης, τα οποία χρησιμοποιούνται για… …   Dictionary of Greek

  • αυτότροφος οργανισμός — Οργανισμός που δεν του χρειάζεται να παίρνει οργανικά συστατικά από εξωτερικές πηγές, επειδή μπορεί να κατασκευάζει τα απαραίτητα γι’ αυτόν οργανικά συστατικά από ανόργανα υλικά. Τα περισσότερα φυτά που περιέχουν χλωροφύλλη είναι α.ο. Τα φυτά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”